- προυπόκειται
- προυπόκειται , προυπόκειμαιto be put under beforepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προϋπόκειμαι — ΜΑ [ὑπόκειμαι] προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ. β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση 2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί … Dictionary of Greek